- συναγελασμός
- συνᾰγελ-ασμός, ὁ,A herding together, ib.980a, Gp.16.1.10; of men, Porph.Sent.32: in pl., forming of
ἀγέλαι, παίδων Plu.
Comp. Lyc.Num.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγέλαι, παίδων Plu.
Comp. Lyc.Num.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναγελασμός — herding together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμός — ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α [συναγελάζομαι] η κατ αγέλες συμβίωση νεοελλ. συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου αρχ. 1. συμβίωση 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί ο σχηματισμός ομάδων παιδιών … Dictionary of Greek
συναγελασμός — ο στενή κοινωνική επαφή με κατώτερα άτομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγελασμοῖς — συναγελασμός herding together masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμοί — συναγελασμός herding together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμοῦ — συναγελασμός herding together masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμῷ — συναγελασμός herding together masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμόν — συναγελασμός herding together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… … Dictionary of Greek
συναγελισμός — ὁ, Α βλ. συναγελασμός … Dictionary of Greek
συνεδρία — η, ΝΑ, και συνέδρα Α [σύνεδρος] συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη αρχ. 1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.) 2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα τού συνέδρου 3. (για πτηνά) συναγελασμός 4. (ειδικά) η συνεδρίαση τής Ρωμαϊκής… … Dictionary of Greek